Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεβηρίς
λέβης
λεβητίζω
λεβήτιον
λεβητοειδής
λεβητοχάρων
λεβίας
Λεβύα
λεγεών
λέγνον
λεγνωτός
λέγος
λέγω
Λέδων
λεηλασία
λεηλατέω
λεία
λεία2
λείαξ
λειαύστηρος
λείβδην
View word page
λεγνωτός
with a coloured border

ShortDef

with a coloured border

Debugging

Headword:
λεγνωτός
Headword (normalized):
λεγνωτός
Headword (normalized/stripped):
λεγνωτος
IDX:
52342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52343
Key:

Data

{'content': 'with a coloured border'}