Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεαντικός
λεβηρίς
λέβης
λεβητίζω
λεβήτιον
λεβητοειδής
λεβητοχάρων
λεβίας
Λεβύα
λεγεών
λέγνον
λεγνωτός
λέγος
λέγω
Λέδων
λεηλασία
λεηλατέω
λεία
λεία2
λείαξ
λειαύστηρος
View word page
λέγνον
coloured edging

ShortDef

coloured edging

Debugging

Headword:
λέγνον
Headword (normalized):
λέγνον
Headword (normalized/stripped):
λεγνον
IDX:
52341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52342
Key:

Data

{'content': 'coloured edging'}