Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεάζω
λέαινα
λεαίνω
λέανσις
λεάντειρα
λεαντέον
λεαντήρ
λεαντήριον
λεαντικός
λεβηρίς
λέβης
λεβητίζω
λεβήτιον
λεβητοειδής
λεβητοχάρων
λεβίας
Λεβύα
λεγεών
λέγνον
λεγνωτός
λέγος
View word page
λέβης
a kettle

ShortDef

a kettle

Debugging

Headword:
λέβης
Headword (normalized):
λέβης
Headword (normalized/stripped):
λεβης
IDX:
52333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52334
Key:

Data

{'content': 'a kettle'}