Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λάω2
λάω3
λαώδης
λεʹ
λεάζω
λέαινα
λεαίνω
λέανσις
λεάντειρα
λεαντέον
λεαντήρ
λεαντήριον
λεαντικός
λεβηρίς
λέβης
λεβητίζω
λεβήτιον
λεβητοειδής
λεβητοχάρων
λεβίας
Λεβύα
View word page
λεαντήρ
grinder
ShortDef
grinder
Debugging
Headword:
λεαντήρ
Headword (normalized):
λεαντήρ
Headword (normalized/stripped):
λεαντηρ
IDX:
52329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52330
Key:
Data
{'content': 'grinder'}