Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λάψις
λάω
λάω2
λάω3
λαώδης
λεʹ
λεάζω
λέαινα
λεαίνω
λέανσις
λεάντειρα
λεαντέον
λεαντήρ
λεαντήριον
λεαντικός
λεβηρίς
λέβης
λεβητίζω
λεβήτιον
λεβητοειδής
λεβητοχάρων
View word page
λεάντειρα
smoothing, polishing

ShortDef

smoothing, polishing

Debugging

Headword:
λεάντειρα
Headword (normalized):
λεάντειρα
Headword (normalized/stripped):
λεαντειρα
IDX:
52327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52328
Key:

Data

{'content': 'smoothing, polishing'}