Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαχανώδης
λαχανωνυμία
λάχεια
Λάχεσις
λάχη
λαχή
Λάχης
λαχισμός
λαχμός
λαχμός2
λαχμός3
λάχνα
λαχνάεις
λάχνη
λαχνήεις
λαχνόγυιος
λαχνόομαι
λάχνος
λάχνος2
λαχνώδης
λάχνωσις
View word page
λαχμός3
wool
ShortDef
portion
kicking
wool
Debugging
Headword:
λαχμός3
Headword (normalized):
λαχμός
Headword (normalized/stripped):
λαχμος3
IDX:
52304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52305
Key:
Data
{'content': 'wool'}