Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαχανοπωλήτρια
λαχανοπωλικός
λαχανοπώλιον
λαχανόπωλις
λαχανόσπερμον
λαχανοφαγία
λαχανώδης
λαχανωνυμία
λάχεια
Λάχεσις
λάχη
λαχή
Λάχης
λαχισμός
λαχμός
λαχμός2
λαχμός3
λάχνα
λαχνάεις
λάχνη
λαχνήεις
View word page
λάχη
a share

ShortDef

a share

Debugging

Headword:
λάχη
Headword (normalized):
λάχη
Headword (normalized/stripped):
λαχη
IDX:
52298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52299
Key:

Data

{'content': 'a share'}