Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαχανοπωλεῖον
λαχανοπώλης
λαχανοπωλήτρια
λαχανοπωλικός
λαχανοπώλιον
λαχανόπωλις
λαχανόσπερμον
λαχανοφαγία
λαχανώδης
λαχανωνυμία
λάχεια
Λάχεσις
λάχη
λαχή
Λάχης
λαχισμός
λαχμός
λαχμός2
λαχμός3
λάχνα
λαχνάεις
View word page
λάχεια
well-tilled, fertile

ShortDef

well-tilled, fertile

Debugging

Headword:
λάχεια
Headword (normalized):
λάχεια
Headword (normalized/stripped):
λαχεια
IDX:
52296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52297
Key:

Data

{'content': 'well-tilled, fertile'}