Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαχανοκοπικός
λάχανον
λαχανοπράτης
λαχανοπροβάλλω
λαχανόπτερος
λαχανοπωλεῖον
λαχανοπώλης
λαχανοπωλήτρια
λαχανοπωλικός
λαχανοπώλιον
λαχανόπωλις
λαχανόσπερμον
λαχανοφαγία
λαχανώδης
λαχανωνυμία
λάχεια
Λάχεσις
λάχη
λαχή
Λάχης
λαχισμός
View word page
λαχανόπωλις
greengrocer
ShortDef
greengrocer
Debugging
Headword:
λαχανόπωλις
Headword (normalized):
λαχανόπωλις
Headword (normalized/stripped):
λαχανοπωλις
IDX:
52291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52292
Key:
Data
{'content': 'greengrocer'}