Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαχανοειδής
λαχανοθήκη
λαχανοκοπικός
λάχανον
λαχανοπράτης
λαχανοπροβάλλω
λαχανόπτερος
λαχανοπωλεῖον
λαχανοπώλης
λαχανοπωλήτρια
λαχανοπωλικός
λαχανοπώλιον
λαχανόπωλις
λαχανόσπερμον
λαχανοφαγία
λαχανώδης
λαχανωνυμία
λάχεια
Λάχεσις
λάχη
λαχή
View word page
λαχανοπωλικός
belonging to a greengrocer

ShortDef

belonging to a greengrocer

Debugging

Headword:
λαχανοπωλικός
Headword (normalized):
λαχανοπωλικός
Headword (normalized/stripped):
λαχανοπωλικος
IDX:
52289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52290
Key:

Data

{'content': 'belonging to a greengrocer'}