Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαχανισμός
λαχανοειδής
λαχανοθήκη
λαχανοκοπικός
λάχανον
λαχανοπράτης
λαχανοπροβάλλω
λαχανόπτερος
λαχανοπωλεῖον
λαχανοπώλης
λαχανοπωλήτρια
λαχανοπωλικός
λαχανοπώλιον
λαχανόπωλις
λαχανόσπερμον
λαχανοφαγία
λαχανώδης
λαχανωνυμία
λάχεια
Λάχεσις
λάχη
View word page
λαχανοπωλήτρια
greengrocer

ShortDef

greengrocer

Debugging

Headword:
λαχανοπωλήτρια
Headword (normalized):
λαχανοπωλήτρια
Headword (normalized/stripped):
λαχανοπωλητρια
IDX:
52288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52289
Key:

Data

{'content': 'greengrocer'}