Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαφύστιος
λαχαίνω
λαχανάριον
λαχανᾶς
λαχανεία
λαχανεύω
λαχανηλόγος
λαχανηρός
λαχανηφόρος
λαχανιά
λαχανίζω
λαχανικός
λαχάνιον
λαχάνιος
λαχανισμός
λαχανοειδής
λαχανοθήκη
λαχανοκοπικός
λάχανον
λαχανοπράτης
λαχανοπροβάλλω
View word page
λαχανίζω
to be at grass

ShortDef

to be at grass

Debugging

Headword:
λαχανίζω
Headword (normalized):
λαχανίζω
Headword (normalized/stripped):
λαχανιζω
IDX:
52274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52275
Key:

Data

{'content': 'to be at grass'}