Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαφυραγωγέω
λαφυραγωγία
λαφυραγωγός
λαφυρεύω
λαφυροπωλέω
λαφυροπώλης
λαφυροπώλιον
λαφύσσω
λαφύστιος
λαχαίνω
λαχανάριον
λαχανᾶς
λαχανεία
λαχανεύω
λαχανηλόγος
λαχανηρός
λαχανηφόρος
λαχανιά
λαχανίζω
λαχανικός
λαχάνιον
View word page
λαχανάριον
holerarium

ShortDef

holerarium

Debugging

Headword:
λαχανάριον
Headword (normalized):
λαχανάριον
Headword (normalized/stripped):
λαχαναριον
IDX:
52266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52267
Key:

Data

{'content': 'holerarium'}