Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λάφυρα
λαφυραγωγέω
λαφυραγωγία
λαφυραγωγός
λαφυρεύω
λαφυροπωλέω
λαφυροπώλης
λαφυροπώλιον
λαφύσσω
λαφύστιος
λαχαίνω
λαχανάριον
λαχανᾶς
λαχανεία
λαχανεύω
λαχανηλόγος
λαχανηρός
λαχανηφόρος
λαχανιά
λαχανίζω
λαχανικός
View word page
λαχαίνω
to dig

ShortDef

to dig

Debugging

Headword:
λαχαίνω
Headword (normalized):
λαχαίνω
Headword (normalized/stripped):
λαχαινω
IDX:
52265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52266
Key:

Data

{'content': 'to dig'}