Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λάφυγμα
λαφυγμός
λαφύκτης
λάφυρα
λαφυραγωγέω
λαφυραγωγία
λαφυραγωγός
λαφυρεύω
λαφυροπωλέω
λαφυροπώλης
λαφυροπώλιον
λαφύσσω
λαφύστιος
λαχαίνω
λαχανάριον
λαχανᾶς
λαχανεία
λαχανεύω
λαχανηλόγος
λαχανηρός
λαχανηφόρος
View word page
λαφυροπώλιον
sale of booty
ShortDef
sale of booty
Debugging
Headword:
λαφυροπώλιον
Headword (normalized):
λαφυροπώλιον
Headword (normalized/stripped):
λαφυροπωλιον
IDX:
52262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52263
Key:
Data
{'content': 'sale of booty'}