Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαυροστάται
Λαύρων
λαφθία
Λαφρήνιος
λάφυγμα
λαφυγμός
λαφύκτης
λάφυρα
λαφυραγωγέω
λαφυραγωγία
λαφυραγωγός
λαφυρεύω
λαφυροπωλέω
λαφυροπώλης
λαφυροπώλιον
λαφύσσω
λαφύστιος
λαχαίνω
λαχανάριον
λαχανᾶς
λαχανεία
View word page
λαφυραγωγός
carrying off booty

ShortDef

carrying off booty

Debugging

Headword:
λαφυραγωγός
Headword (normalized):
λαφυραγωγός
Headword (normalized/stripped):
λαφυραγωγος
IDX:
52258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52259
Key:

Data

{'content': 'carrying off booty'}