Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λαύρειον
Λαυρεωτικός
λαύρη
Λαυριωτικός
λαυροστάται
Λαύρων
λαφθία
Λαφρήνιος
λάφυγμα
λαφυγμός
λαφύκτης
λάφυρα
λαφυραγωγέω
λαφυραγωγία
λαφυραγωγός
λαφυρεύω
λαφυροπωλέω
λαφυροπώλης
λαφυροπώλιον
λαφύσσω
λαφύστιος
View word page
λαφύκτης
gourmand
ShortDef
gourmand
Debugging
Headword:
λαφύκτης
Headword (normalized):
λαφύκτης
Headword (normalized/stripped):
λαφυκτης
IDX:
52254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52255
Key:
Data
{'content': 'gourmand'}