Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λαυκελαρχέω
λαύρα
Λαύρειον
Λαυρεωτικός
λαύρη
Λαυριωτικός
λαυροστάται
Λαύρων
λαφθία
Λαφρήνιος
λάφυγμα
λαφυγμός
λαφύκτης
λάφυρα
λαφυραγωγέω
λαφυραγωγία
λαφυραγωγός
λαφυρεύω
λαφυροπωλέω
λαφυροπώλης
λαφυροπώλιον
View word page
λάφυγμα
greedy attack

ShortDef

greedy attack

Debugging

Headword:
λάφυγμα
Headword (normalized):
λάφυγμα
Headword (normalized/stripped):
λαφυγμα
IDX:
52252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52253
Key:

Data

{'content': 'greedy attack'}