Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λατύπη
λατυπικός
λατύπος
λατύσσω
λαυκανίη
λαυκελαρχέω
λαύρα
Λαύρειον
Λαυρεωτικός
λαύρη
Λαυριωτικός
λαυροστάται
Λαύρων
λαφθία
Λαφρήνιος
λάφυγμα
λαφυγμός
λαφύκτης
λάφυρα
λαφυραγωγέω
λαφυραγωγία
View word page
Λαυριωτικός
of Mt. Laurium
ShortDef
of Mt. Laurium
Debugging
Headword:
Λαυριωτικός
Headword (normalized):
λαυριωτικός
Headword (normalized/stripped):
λαυριωτικος
IDX:
52247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52248
Key:
Data
{'content': 'of Mt. Laurium'}