Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λάτριος
λάτρις
λάτρον
λατρώδης
λατυπέω
λατύπη
λατυπικός
λατύπος
λατύσσω
λαυκανίη
λαυκελαρχέω
λαύρα
Λαύρειον
Λαυρεωτικός
λαύρη
Λαυριωτικός
λαυροστάται
Λαύρων
λαφθία
Λαφρήνιος
λάφυγμα
View word page
λαυκελαρχέω
hold a priestly office

ShortDef

hold a priestly office

Debugging

Headword:
λαυκελαρχέω
Headword (normalized):
λαυκελαρχέω
Headword (normalized/stripped):
λαυκελαρχεω
IDX:
52242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52243
Key:

Data

{'content': 'hold a priestly office'}