Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λατρευτικός
λατρεύω
λάτριος
λάτρις
λάτρον
λατρώδης
λατυπέω
λατύπη
λατυπικός
λατύπος
λατύσσω
λαυκανίη
λαυκελαρχέω
λαύρα
Λαύρειον
Λαυρεωτικός
λαύρη
Λαυριωτικός
λαυροστάται
Λαύρων
λαφθία
View word page
λατύσσω
clap, strike
ShortDef
clap, strike
Debugging
Headword:
λατύσσω
Headword (normalized):
λατύσσω
Headword (normalized/stripped):
λατυσσω
IDX:
52240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52241
Key:
Data
{'content': 'clap, strike'}