Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λάτρευσις
λατρευτικός
λατρεύω
λάτριος
λάτρις
λάτρον
λατρώδης
λατυπέω
λατύπη
λατυπικός
λατύπος
λατύσσω
λαυκανίη
λαυκελαρχέω
λαύρα
Λαύρειον
Λαυρεωτικός
λαύρη
Λαυριωτικός
λαυροστάται
Λαύρων
View word page
λατύπος
stone-cutter, mason

ShortDef

stone-cutter, mason

Debugging

Headword:
λατύπος
Headword (normalized):
λατύπος
Headword (normalized/stripped):
λατυπος
IDX:
52239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52240
Key:

Data

{'content': 'stone-cutter, mason'}