Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λατρεύς
λάτρευσις
λατρευτικός
λατρεύω
λάτριος
λάτρις
λάτρον
λατρώδης
λατυπέω
λατύπη
λατυπικός
λατύπος
λατύσσω
λαυκανίη
λαυκελαρχέω
λαύρα
Λαύρειον
Λαυρεωτικός
λαύρη
Λαυριωτικός
λαυροστάται
View word page
λατυπικός
of or for hewing

ShortDef

of or for hewing

Debugging

Headword:
λατυπικός
Headword (normalized):
λατυπικός
Headword (normalized/stripped):
λατυπικος
IDX:
52238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52239
Key:

Data

{'content': 'of or for hewing'}