Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λάτρευμα
λατρεύς
λάτρευσις
λατρευτικός
λατρεύω
λάτριος
λάτρις
λάτρον
λατρώδης
λατυπέω
λατύπη
λατυπικός
λατύπος
λατύσσω
λαυκανίη
λαυκελαρχέω
λαύρα
Λαύρειον
Λαυρεωτικός
λαύρη
Λαυριωτικός
View word page
λατύπη
the chips of stone in hewing
ShortDef
the chips of stone in hewing
Debugging
Headword:
λατύπη
Headword (normalized):
λατύπη
Headword (normalized/stripped):
λατυπη
IDX:
52237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52238
Key:
Data
{'content': 'the chips of stone in hewing'}