Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λατρείω
λάτρευμα
λατρεύς
λάτρευσις
λατρευτικός
λατρεύω
λάτριος
λάτρις
λάτρον
λατρώδης
λατυπέω
λατύπη
λατυπικός
λατύπος
λατύσσω
λαυκανίη
λαυκελαρχέω
λαύρα
Λαύρειον
Λαυρεωτικός
λαύρη
View word page
λατυπέω
build of stone

ShortDef

build of stone

Debugging

Headword:
λατυπέω
Headword (normalized):
λατυπέω
Headword (normalized/stripped):
λατυπεω
IDX:
52236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52237
Key:

Data

{'content': 'build of stone'}