Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λατρεία
λατρείω
λάτρευμα
λατρεύς
λάτρευσις
λατρευτικός
λατρεύω
λάτριος
λάτρις
λάτρον
λατρώδης
λατυπέω
λατύπη
λατυπικός
λατύπος
λατύσσω
λαυκανίη
λαυκελαρχέω
λαύρα
Λαύρειον
Λαυρεωτικός
View word page
λατρώδης
servile
ShortDef
servile
Debugging
Headword:
λατρώδης
Headword (normalized):
λατρώδης
Headword (normalized/stripped):
λατρωδης
IDX:
52235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52236
Key:
Data
{'content': 'servile'}