Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λάτος
λατρεία
λατρείω
λάτρευμα
λατρεύς
λάτρευσις
λατρευτικός
λατρεύω
λάτριος
λάτρις
λάτρον
λατρώδης
λατυπέω
λατύπη
λατυπικός
λατύπος
λατύσσω
λαυκανίη
λαυκελαρχέω
λαύρα
Λαύρειον
View word page
λάτρον
pay, hire
ShortDef
pay, hire
Debugging
Headword:
λάτρον
Headword (normalized):
λάτρον
Headword (normalized/stripped):
λατρον
IDX:
52234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52235
Key:
Data
{'content': 'pay, hire'}