Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λατόμος
λάτος
λατρεία
λατρείω
λάτρευμα
λατρεύς
λάτρευσις
λατρευτικός
λατρεύω
λάτριος
λάτρις
λάτρον
λατρώδης
λατυπέω
λατύπη
λατυπικός
λατύπος
λατύσσω
λαυκανίη
λαυκελαρχέω
λαύρα
View word page
λάτρις
a workman for hire, hired servant

ShortDef

a workman for hire, hired servant

Debugging

Headword:
λάτρις
Headword (normalized):
λάτρις
Headword (normalized/stripped):
λατρις
IDX:
52233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52234
Key:

Data

{'content': 'a workman for hire, hired servant'}