Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λατομίς
λατόμος
λάτος
λατρεία
λατρείω
λάτρευμα
λατρεύς
λάτρευσις
λατρευτικός
λατρεύω
λάτριος
λάτρις
λάτρον
λατρώδης
λατυπέω
λατύπη
λατυπικός
λατύπος
λατύσσω
λαυκανίη
λαυκελαρχέω
View word page
λάτριος
of a servant

ShortDef

of a servant

Debugging

Headword:
λάτριος
Headword (normalized):
λάτριος
Headword (normalized/stripped):
λατριος
IDX:
52232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52233
Key:

Data

{'content': 'of a servant'}