Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λατομικός
λατόμιον
λατομίς
λατόμος
λάτος
λατρεία
λατρείω
λάτρευμα
λατρεύς
λάτρευσις
λατρευτικός
λατρεύω
λάτριος
λάτρις
λάτρον
λατρώδης
λατυπέω
λατύπη
λατυπικός
λατύπος
λατύσσω
View word page
λατρευτικός
servile
ShortDef
servile
Debugging
Headword:
λατρευτικός
Headword (normalized):
λατρευτικός
Headword (normalized/stripped):
λατρευτικος
IDX:
52230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52231
Key:
Data
{'content': 'servile'}