Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λατομία
λατομικός
λατόμιον
λατομίς
λατόμος
λάτος
λατρεία
λατρείω
λάτρευμα
λατρεύς
λάτρευσις
λατρευτικός
λατρεύω
λάτριος
λάτρις
λάτρον
λατρώδης
λατυπέω
λατύπη
λατυπικός
λατύπος
View word page
λάτρευσις
servitude
ShortDef
servitude
Debugging
Headword:
λάτρευσις
Headword (normalized):
λάτρευσις
Headword (normalized/stripped):
λατρευσις
IDX:
52229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52230
Key:
Data
{'content': 'servitude'}