Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λατομητός
λατομία
λατομικός
λατόμιον
λατομίς
λατόμος
λάτος
λατρεία
λατρείω
λάτρευμα
λατρεύς
λάτρευσις
λατρευτικός
λατρεύω
λάτριος
λάτρις
λάτρον
λατρώδης
λατυπέω
λατύπη
λατυπικός
View word page
λατρεύς
hired servant
ShortDef
hired servant
Debugging
Headword:
λατρεύς
Headword (normalized):
λατρεύς
Headword (normalized/stripped):
λατρευς
IDX:
52228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52229
Key:
Data
{'content': 'hired servant'}