Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λατομεῖον
λατομέω
λατόμημα
λατομητός
λατομία
λατομικός
λατόμιον
λατομίς
λατόμος
λάτος
λατρεία
λατρείω
λάτρευμα
λατρεύς
λάτρευσις
λατρευτικός
λατρεύω
λάτριος
λάτρις
λάτρον
λατρώδης
View word page
λατρεία
the state of a hired workman, service, servitude
ShortDef
the state of a hired workman, service, servitude
Debugging
Headword:
λατρεία
Headword (normalized):
λατρεία
Headword (normalized/stripped):
λατρεια
IDX:
52225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52226
Key:
Data
{'content': 'the state of a hired workman, service, servitude'}