Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λάτιον
λατοίδας
λατομεῖον
λατομέω
λατόμημα
λατομητός
λατομία
λατομικός
λατόμιον
λατομίς
λατόμος
λάτος
λατρεία
λατρείω
λάτρευμα
λατρεύς
λάτρευσις
λατρευτικός
λατρεύω
λάτριος
λάτρις
View word page
λατόμος
a stone-cutter
ShortDef
a stone-cutter
Debugging
Headword:
λατόμος
Headword (normalized):
λατόμος
Headword (normalized/stripped):
λατομος
IDX:
52223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52224
Key:
Data
{'content': 'a stone-cutter'}