Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λατῖνος
Λάτιον
λατοίδας
λατομεῖον
λατομέω
λατόμημα
λατομητός
λατομία
λατομικός
λατόμιον
λατομίς
λατόμος
λάτος
λατρεία
λατρείω
λάτρευμα
λατρεύς
λάτρευσις
λατρευτικός
λατρεύω
λάτριος
View word page
λατομίς
stone-chisel
ShortDef
stone-chisel
Debugging
Headword:
λατομίς
Headword (normalized):
λατομίς
Headword (normalized/stripped):
λατομις
IDX:
52222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52223
Key:
Data
{'content': 'stone-chisel'}