Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λατίνη
Λατινοήθης
Λατῖνος
Λάτιον
λατοίδας
λατομεῖον
λατομέω
λατόμημα
λατομητός
λατομία
λατομικός
λατόμιον
λατομίς
λατόμος
λάτος
λατρεία
λατρείω
λάτρευμα
λατρεύς
λάτρευσις
λατρευτικός
View word page
λατομικός
for quarrying stones

ShortDef

for quarrying stones

Debugging

Headword:
λατομικός
Headword (normalized):
λατομικός
Headword (normalized/stripped):
λατομικος
IDX:
52220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52221
Key:

Data

{'content': 'for quarrying stones'}