Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λατιάριος
Λατίνη
Λατινοήθης
Λατῖνος
Λάτιον
λατοίδας
λατομεῖον
λατομέω
λατόμημα
λατομητός
λατομία
λατομικός
λατόμιον
λατομίς
λατόμος
λάτος
λατρεία
λατρείω
λάτρευμα
λατρεύς
λάτρευσις
View word page
λατομία
quarrying; quarry

ShortDef

quarrying; quarry

Debugging

Headword:
λατομία
Headword (normalized):
λατομία
Headword (normalized/stripped):
λατομια
IDX:
52219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52220
Key:

Data

{'content': 'quarrying; quarry'}