Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λατερήσιος
Λατιάριος
Λατίνη
Λατινοήθης
Λατῖνος
Λάτιον
λατοίδας
λατομεῖον
λατομέω
λατόμημα
λατομητός
λατομία
λατομικός
λατόμιον
λατομίς
λατόμος
λάτος
λατρεία
λατρείω
λάτρευμα
λατρεύς
View word page
λατομητός
hewn out of a rock

ShortDef

hewn out of a rock

Debugging

Headword:
λατομητός
Headword (normalized):
λατομητός
Headword (normalized/stripped):
λατομητος
IDX:
52218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52219
Key:

Data

{'content': 'hewn out of a rock'}