Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λάταξ
Λατερήσιος
Λατιάριος
Λατίνη
Λατινοήθης
Λατῖνος
Λάτιον
λατοίδας
λατομεῖον
λατομέω
λατόμημα
λατομητός
λατομία
λατομικός
λατόμιον
λατομίς
λατόμος
λάτος
λατρεία
λατρείω
λάτρευμα
View word page
λατόμημα
stone hewn from a quarry

ShortDef

stone hewn from a quarry

Debugging

Headword:
λατόμημα
Headword (normalized):
λατόμημα
Headword (normalized/stripped):
λατομημα
IDX:
52217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52218
Key:

Data

{'content': 'stone hewn from a quarry'}