Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λαταγέω
λάταξ
Λατερήσιος
Λατιάριος
Λατίνη
Λατινοήθης
Λατῖνος
Λάτιον
λατοίδας
λατομεῖον
λατομέω
λατόμημα
λατομητός
λατομία
λατομικός
λατόμιον
λατομίς
λατόμος
λάτος
λατρεία
λατρείω
View word page
λατομέω
quarry
ShortDef
quarry
Debugging
Headword:
λατομέω
Headword (normalized):
λατομέω
Headword (normalized/stripped):
λατομεω
IDX:
52216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52217
Key:
Data
{'content': 'quarry'}