Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λασιόστερνος
λασιότης
λασίοφρυς
Λασιών
λασιών
Λασιώνιος
λάσκω
Λᾶσος
λασταυροκάκκαβον
λάσταυρος
λαταγεῖον
λαταγέω
λάταξ
Λατερήσιος
Λατιάριος
Λατίνη
Λατινοήθης
Λατῖνος
Λάτιον
λατοίδας
λατομεῖον
View word page
λαταγεῖον
the vessel into which the λάταξ falls
ShortDef
the vessel into which the λάταξ falls
Debugging
Headword:
λαταγεῖον
Headword (normalized):
λαταγεῖον
Headword (normalized/stripped):
λαταγειον
IDX:
52205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52206
Key:
Data
{'content': 'the vessel into which the λάταξ falls'}