Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λάσιος
λασιόστερνος
λασιότης
λασίοφρυς
Λασιών
λασιών
Λασιώνιος
λάσκω
Λᾶσος
λασταυροκάκκαβον
λάσταυρος
λαταγεῖον
λαταγέω
λάταξ
Λατερήσιος
Λατιάριος
Λατίνη
Λατινοήθης
Λατῖνος
Λάτιον
λατοίδας
View word page
λάσταυρος
epith. of a κίναιδος

ShortDef

epith. of a κίναιδος

Debugging

Headword:
λάσταυρος
Headword (normalized):
λάσταυρος
Headword (normalized/stripped):
λασταυρος
IDX:
52204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52205
Key:

Data

{'content': 'epith. of a κίναιδος'}