Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λασιόπους
λάσιος
λασιόστερνος
λασιότης
λασίοφρυς
Λασιών
λασιών
Λασιώνιος
λάσκω
Λᾶσος
λασταυροκάκκαβον
λάσταυρος
λαταγεῖον
λαταγέω
λάταξ
Λατερήσιος
Λατιάριος
Λατίνη
Λατινοήθης
Λατῖνος
Λάτιον
View word page
λασταυροκάκκαβον
an aphrodisiac dish

ShortDef

an aphrodisiac dish

Debugging

Headword:
λασταυροκάκκαβον
Headword (normalized):
λασταυροκάκκαβον
Headword (normalized/stripped):
λασταυροκακκαβον
IDX:
52203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52204
Key:

Data

{'content': 'an aphrodisiac dish'}