Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λασιόμαλον
λάσιον
λασιόπους
λάσιος
λασιόστερνος
λασιότης
λασίοφρυς
Λασιών
λασιών
Λασιώνιος
λάσκω
Λᾶσος
λασταυροκάκκαβον
λάσταυρος
λαταγεῖον
λαταγέω
λάταξ
Λατερήσιος
Λατιάριος
Λατίνη
Λατινοήθης
View word page
λάσκω
to ring, rattle; to scream, shout
ShortDef
to ring, rattle; to scream, shout
Debugging
Headword:
λάσκω
Headword (normalized):
λάσκω
Headword (normalized/stripped):
λασκω
IDX:
52201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52202
Key:
Data
{'content': 'to ring, rattle; to scream, shout'}