Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λασιόκνημος
λασιόκωφος
λασιόμαλον
λάσιον
λασιόπους
λάσιος
λασιόστερνος
λασιότης
λασίοφρυς
Λασιών
λασιών
Λασιώνιος
λάσκω
Λᾶσος
λασταυροκάκκαβον
λάσταυρος
λαταγεῖον
λαταγέω
λάταξ
Λατερήσιος
Λατιάριος
View word page
λασιών
thicket
ShortDef
Lasion
thicket
Debugging
Headword:
λασιών
Headword (normalized):
λασιών
Headword (normalized/stripped):
λασιων
IDX:
52199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52200
Key:
Data
{'content': 'thicket'}