Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
ἀγκύλωμα
ἀγκύλωσις
ἀγκυλωτός
ἄγκυρα
ἀγκυρίζω
ἀγκύριον
ἀγκύρισμα
ἀγκυρίτης
ἀγκυροβολέω
ἀγκυροβόλιον
ἀγκυροειδής
ἀγκυρομήλη
ἀγκυρουχία
ἀγκυρωτός
View word page
ἄγκυρα
anchor

ShortDef

anchor

Debugging

Headword:
ἄγκυρα
Headword (normalized):
ἄγκυρα
Headword (normalized/stripped):
αγκυρα
IDX:
521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-522
Key:

Data

{'content': 'anchor'}