Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λασιόθριξ
λασιόκνημος
λασιόκωφος
λασιόμαλον
λάσιον
λασιόπους
λάσιος
λασιόστερνος
λασιότης
λασίοφρυς
Λασιών
λασιών
Λασιώνιος
λάσκω
Λᾶσος
λασταυροκάκκαβον
λάσταυρος
λαταγεῖον
λαταγέω
λάταξ
Λατερήσιος
View word page
Λασιών
Lasion

ShortDef

Lasion
thicket

Debugging

Headword:
Λασιών
Headword (normalized):
λασιών
Headword (normalized/stripped):
λασιων
IDX:
52198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52199
Key:

Data

{'content': 'Lasion'}