Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λασιαύχην
λασιόθριξ
λασιόκνημος
λασιόκωφος
λασιόμαλον
λάσιον
λασιόπους
λάσιος
λασιόστερνος
λασιότης
λασίοφρυς
Λασιών
λασιών
Λασιώνιος
λάσκω
Λᾶσος
λασταυροκάκκαβον
λάσταυρος
λαταγεῖον
λαταγέω
λάταξ
View word page
λασίοφρυς
with bushy eyebrows

ShortDef

with bushy eyebrows

Debugging

Headword:
λασίοφρυς
Headword (normalized):
λασίοφρυς
Headword (normalized/stripped):
λασιοφρυς
IDX:
52197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52198
Key:

Data

{'content': 'with bushy eyebrows'}