Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λάσθη
λασιαύχην
λασιόθριξ
λασιόκνημος
λασιόκωφος
λασιόμαλον
λάσιον
λασιόπους
λάσιος
λασιόστερνος
λασιότης
λασίοφρυς
Λασιών
λασιών
Λασιώνιος
λάσκω
Λᾶσος
λασταυροκάκκαβον
λάσταυρος
λαταγεῖον
λαταγέω
View word page
λασιότης
shagginess
ShortDef
shagginess
Debugging
Headword:
λασιότης
Headword (normalized):
λασιότης
Headword (normalized/stripped):
λασιοτης
IDX:
52196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52197
Key:
Data
{'content': 'shagginess'}