Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λασθένης
λάσθη
λασιαύχην
λασιόθριξ
λασιόκνημος
λασιόκωφος
λασιόμαλον
λάσιον
λασιόπους
λάσιος
λασιόστερνος
λασιότης
λασίοφρυς
Λασιών
λασιών
Λασιώνιος
λάσκω
Λᾶσος
λασταυροκάκκαβον
λάσταυρος
λαταγεῖον
View word page
λασιόστερνος
hairy-breasted

ShortDef

hairy-breasted

Debugging

Headword:
λασιόστερνος
Headword (normalized):
λασιόστερνος
Headword (normalized/stripped):
λασιοστερνος
IDX:
52195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52196
Key:

Data

{'content': 'hairy-breasted'}